“Νόμος, ο οποίος προβλέπει ότι λιμενική εργασία μπορεί να παρέχεται μόνον από αναγνωρισμένους εργάτες μπορεί να είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης, εφόσον αποσκοπεί στη διαφύλαξη της ασφάλειας εντός των λιμενικών ζωνών και στην πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων”, έκρινε σήμερα το Δικαστήριο της ΕΕ, τονίζοντας ωστόσο ότι “η παρέμβαση διοικητικής επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως στη διαδικασία αναγνώρισης των λιμενεργατών δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού”.
Το ΔΕΕ στην κρίση του διαπιστώνει ότι επίμαχη ρύθμιση, κατά την οποία οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που επιθυμούν να εγκατασταθούν στο Βέλγιο για να ασκήσουν εκεί λιμενικές δραστηριότητες ή επιθυμούν, χωρίς να εγκατασταθούν στο κράτος αυτό, να παράσχουν εκεί λιμενικές υπηρεσίες οφείλουν να απασχολούν μόνο λιμενεργάτες αναγνωρισμένους, σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή, εμποδίζει τις εν λόγω επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν το δικό τους προσωπικό ή να προσλαμβάνουν άλλους μη αναγνωρισμένους εργάτες.
Επομένως, η επίμαχη ρύθμιση συνιστά περιορισμό των ελευθεριών εγκαταστάσεως και παροχής υπηρεσιών, τις οποίες κατοχυρώνουν αντιστοίχως τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, περαιτέρω, ότι τέτοιος περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, εφόσον είναι κατάλληλος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η επίμαχη ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί αφ’ εαυτής ακατάλληλη ή δυσανάλογη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει, ήτοι της εγγυήσεως της ασφάλειας εντός των λιμενικών ζωνών και της προλήψεως των εργατικών ατυχημάτων.
Εκτιμώντας σφαιρικά το επίμαχο καθεστώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι μια τέτοια ρύθμιση είναι συμβατή με τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ, εφόσον οι προϋποθέσεις και οι λεπτομέρειες εφαρμογής της, αφενός, στηρίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία δεν συνεπάγονται δυσμενείς διακρίσεις, είναι εκ των προτέρων γνωστά και παρέχουν στους λιμενεργάτες άλλων κρατών μελών τη δυνατότητα να αποδεικνύουν ότι πληρούν, στο κράτος καταγωγής τους, απαιτήσεις ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν για τους ημεδαπούς λιμενεργάτες και, αφετέρου, δεν καθιερώνουν περιορισμένη ποσόστωση για τους εργάτες που μπορούν να τύχουν τέτοιας αναγνωρίσεως.
Εν συνεχεία, κατά τον έλεγχο της συμβατότητας του επίμαχου βασιλικού διατάγματος με τις ελευθερίες κυκλοφορίας τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη ΛΕΕ, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η εν λόγω εθνική ρύθμιση συνιστά επίσης περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ, στον βαθμό που μπορεί να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα έναντι των εργοδοτών και των εργαζομένων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.
Το Δικαστήριο εξετάζει, στη συνέχεια, τον αναγκαίο και αναλογικό χαρακτήρα των διαφόρων μέτρων που περιλαμβάνει η ρύθμιση αυτή σε σχέση με τον σκοπό που συνίσταται στη διαφύλαξη της ασφάλειας εντός των λιμενικών ζωνών και στην πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων.
Συναφώς, πρώτον, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η επίμαχη ρύθμιση, κατά την οποία, ειδικότερα:
– η αναγνώριση των λιμενεργατών πραγματοποιείται από διοικητική επιτροπή συγκροτούμενη ισομερώς από μέλη τα οποία ορίζουν οι οργανώσεις εργοδοτών και οι οργανώσεις εργαζομένων·
– η επιτροπή αυτή αποφασίζει επίσης, ανάλογα με τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό, αν οι αναγνωρισμένοι εργάτες πρέπει ή όχι να περιληφθούν σε ποσόστωση λιμενικών εργαζομένων, λαμβανομένου υπόψη ότι, για τους εκτός της ποσοστώσεως λιμενεργάτες, η διάρκεια ισχύος της αναγνωρίσεώς τους περιορίζεται στη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας τους, οπότε πρέπει να κινείται νέα διαδικασία αναγνωρίσεως για κάθε νέα σύμβαση που συνάπτουν·
– δεν προβλέπεται μέγιστη προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να αποφανθεί η εν λόγω επιτροπή, καθόσον δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δεν είναι συμβατή με τις ελευθερίες κυκλοφορίας που κατοχυρώνονται στα άρθρα 45, 49 και 56 ΣΛΕΕ.
Δεύτερον, το Δικαστήριο εξετάζει τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως των λιμενεργατών. Κατά την επίμαχη ρύθμιση, εφόσον δεν μπορεί να αποδείξει ότι πληροί σε άλλο κράτος μέλος ισοδύναμες προϋποθέσεις, ο εργαζόμενος οφείλει να πληροί τις απαιτήσεις περί καλής φυσικής καταστάσεως, επιτυχίας σε ψυχολογική δοκιμασία και προηγούμενης επαγγελματικής καταρτίσεως. Κατά το Δικαστήριο, οι απαιτήσεις αυτές είναι κατάλληλες για τη διαφύλαξη της ασφάλειας εντός των λιμενικών ζωνών και είναι ανάλογες προς τον σκοπό αυτό.
Κατά συνέπεια, τα μέτρα αυτά είναι συμβατά με τις ελευθερίες κυκλοφορίας που προβλέπουν τα άρθρα 45, 49 και 56 ΣΛΕΕ.
Το Δικαστήριο εκτιμά, ωστόσο, ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει ότι η αποστολή που έχει ανατεθεί στην εργοδοτική οργάνωση και, ενδεχομένως, στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των αναγνωρισμένων λιμενεργατών κατά τον ορισμό των οργάνων που είναι επιφορτισμένα με τη διενέργεια τέτοιων εξετάσεων και δοκιμασιών δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τον διαφανή, αντικειμενικό και αμερόληπτο χαρακτήρα των εν λόγω εξετάσεων και δοκιμασιών.
Τρίτον, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επίμαχη ρύθμιση, η οποία προβλέπει τη διατήρηση της αναγνωρίσεως την οποία έλαβε λιμενεργάτης υπό προϊσχύον νομικό καθεστώς και την ένταξή του στην ποσόστωση των λιμενεργατών, δεν φαίνεται ακατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ούτε δυσανάλογη προς αυτόν, οπότε, ως προς το σημείο αυτό, είναι επίσης συμβατή με τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στα άρθρα 45, 49 και 56 ΣΛΕΕ.
Τέταρτον, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η επίμαχη ρύθμιση, δυνάμει της οποίας η μετακίνηση λιμενεργάτη στην ποσόστωση εργαζομένων διαφορετικής λιμενικής ζώνης από εκείνη στην οποία έλαβε την αναγνώρισή του υπόκειται σε προϋποθέσεις και λεπτομέρειες εφαρμογής καθοριζόμενες από συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι συμβατή με τις ελευθερίες κυκλοφορίας τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 45, 49 και 56 ΣΛΕΕ.
Εναπόκειται, εντούτοις, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι εν λόγω προϋποθέσεις και λεπτομέρειες εφαρμογής είναι αναγκαίες και ανάλογες προς τον σκοπό της διαφυλάξεως της ασφάλειας σε κάθε λιμενική ζώνη.
Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι ρύθμιση κατά την οποία οι εργαζόμενοι στον τομέα της εφοδιαστικής πρέπει να διαθέτουν «πιστοποιητικό ασφαλείας», του οποίου ο τρόπος εκδόσεως προβλέπεται από συλλογική σύμβαση εργασίας, δεν είναι ασυμβίβαστη με τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στα άρθρα 45, 49 και 56 ΣΛΕΕ, εφόσον οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση τέτοιου πιστοποιητικού είναι αναγκαίες και ανάλογες προς τον σκοπό της εγγυήσεως της ασφάλειας εντός των λιμενικών ζωνών και η διαδικασία αποκτήσεώς του δεν συνεπάγεται μη εύλογα και δυσανάλογα διοικητικά βάρη.
Πηγή : ΚΥΠΕ